υδροστατικός

υδροστατικός
-ή, -ό
1. που αναφέρεται στην ισορροπία των υγρών και στην πίεση που ασκούν αυτά στα τοιχώματα των δοχείων που τα περιέχουν: Υδροστατική στάθμη.
2. το θηλ. ως ουσ., υδροστατική (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • υδροστατικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ισορροπία τών υγρών και στην πίεση που ασκείται πάνω στα τοιχώματα τού αγγείου που τα περιέχει 2. το θηλ. ως ουσ. η υδροστατική φυσ. κλάδος τής μηχανικής τών ρευστών που έχει ως αντικείμενο την μελέτη …   Dictionary of Greek

  • ζυγός — Συσκευή με την οποία μπορούμε να κρίνουμε την ισορροπία μεταξύ μιας γνωστής δύναμης και μιας άγνωστης για να οδηγηθούμε έτσι από τη γνώση του μεγέθους της μίας στον προσδιορισμό του μεγέθους της άλλης. Με την πιο κοινή έννοια, στον όρο ζ.… …   Dictionary of Greek

  • πυκνότητα — Φυσικό μέγεθος, που μπορεί να οριστεί ως η ποσότητα της ύλης (μάζα) που περιέχεται στη μονάδα όγκου ενός σώματος. Πιο απλά, για ομοιογενή σώματα, η π. ορίζεται με το πηλίκο της μάζας διά του όγκου του θεωρούμενου σώματος, ενώ για τα μη ομοιογενή… …   Dictionary of Greek

  • υδροστατική — (ή στατική των υγρών). Είναι η μελέτη των μηχανικών ιδιοτήτων των υγρών σε ήρεμη κατάσταση. Η γνώση των νόμων της υδροστατικής ανάγεται στην αρχαιότητα· ο Αρχιμήδης (287 212 π.Χ.) μελέτησε κατά τρόπο συστηματικό την υδροστατική. Ο Πασκάλ και ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”