- υδροστατικός
- -ή, -ό1. που αναφέρεται στην ισορροπία των υγρών και στην πίεση που ασκούν αυτά στα τοιχώματα των δοχείων που τα περιέχουν: Υδροστατική στάθμη.2. το θηλ. ως ουσ., υδροστατική (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.